- βλαστολόγημα
- το , βλαστολόγ(α η подрезка деревьев, лоз, побегов, ростков
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βλαστολόγημα — το το κόψιμο των βλασταριών, το κορφολόγημα: Το αμπέλι έχει ανάγκη από βλαστολόγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλαστολόγημα — το αποκοπή βλαστών φυτών ή δένδρων για ν αναπτυχθούν καλύτερα όσοι απομένουν, κορφολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστολογώ. Η λ. στον πληθ., βλαστολογήματα, τα, μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν τής Γαλλικής Γλώσσης τού Γρηγορ. Ζαλίκογλου] … Dictionary of Greek
κορφολόγημα — το, ατος η αποκοπή και συλλογή των κορυφών φυτού, βλαστολόγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραβλασταίνω — αμτβ., παραβλάστησα, βγάζω βλαστάρια, πρώιμα ή πολλά: Τ’ αμπέλι παραβλάστησε και θέλει βλαστολόγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)